Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ:«Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΣΤΑ ∆ΥΣΚΟΛΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΡΑΓΙΑΣ Ή ΗΡΩΑΣ»

 ∆έκα άγνωστες ιστορίες από την ταραχώδη ζωή του µεγάλου Ελληνα σε µια αφήγηση-ποταµό.
 Για τον Τσίπρα: «Του ζήτησα να µη γίνει µηχανοδηγός εάν δεν αλλάξει τις ράγες». 
 Για τον Μητσοτάκη: «Είναι τεχνοκράτης, αλλά το κόµµα του είναι ΠΑΣΟΚ»

του Βασίλη Χιώτη




Οποιος έχει το προνόµιο να µπει έστω και µια φο- ρά στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη, παθαίνει ένα διπλό σοκ. Το πρώτο έρχεται από τη θέα του σαλο- νιού του. Το Ηρώδειο και η Ακρόπολη γεµίζουν σαν ζωντανός πίνακας τον έναν τοίχο από άκρη σε άκρη και αλλάζουν χρώµατα ώρα µε την ώρα - ανάλογα µε το φως του ήλιου και το βάρος της συννεφιάς. Χαζεύοντας τη θέα αυτή µε τις ώρες, περνά τα απογεύµατά του ο Μίκης, ακούγοντας παράλληλα µουσική και ανακατεύοντας µνήµες από µια πορεία 92 χρόνων, στην οποία χωρούν... είκοσι ζωές κοινών θνητών.

«Αυτή η εικόνα θα µου λείψει περισσότερο απ’ όλα όταν θα “φύγω”», µου λέει καλωσορίζοντάς µε µε ένα πλατύ και φιλόξενο χαµόγελο. «Θα σας λείψει πιο πολύ κι από την µπαγκέτα;» τον ρωτάω. Το σκέφτεται για µερικά δευτερόλεπτα. «Πιο πολύ. Χρόνια την κοιτάω και δεν την έχω χορτάσει ακόµα. 
Η εικόνα της Ακρόπολης είναι σαν συµφωνία. Σαν µια συµφωνία ψυχρής µουσικής», λέει. Το δεύτερο σοκ έρχεται λίγα λεπτά αργότερα, όταν αρχίζεις  να συνειδητοποιείς µε ποιον µιλάς. Νοµίζεις ότι µιλάς µε έναν µουσικοσυνθέτη παγκοσµίου φήµης, ο οποίος στα 92 του χρόνια θα επαναλαµβάνει αργά και µονότονα τις επιτυχίες της ταραχώδους ζωής του. Και ξαφνικά διαπι- στώνεις ότι µιλάς µε έναν άνθρωπο που παραµένει ενεργός και πολύστροφος, του οποίου η κάθε κουβέντα αποτελεί απόσταγµα σοφίας και συσσωρευµένης εµπειρίας. Μετρηµένη, ζυγισµένη και συχνά... θανατηφόρα!
 Ζήτησα να τον συναντήσω όταν διάβασα τον επίλογο στο τελευταίο του βιβλίο µε τίτλο «Μονόλογοι στο λυκαυγές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός. «Τι να πω λοιπόν για τον συνθέτη; Οτι είναι ένας µικρός Θεός; Οχι! Θα πω µονάχα ότι είναι ευλογηµένος… Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεµοι και κυµατίζει, αφρίζει µε χίλιους τρόπους, όµως όλα αυτά συµβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραµένει ήρεµη, πανέµορφη, ευλογηµένη», γράφει ο Μίκης για τον Μίκη. Ο εκδότης του Ιανού Νίκος Καρατζάς είχε την καλοσύνη να µεσολαβήσει και η συνάντηση κλείστηκε αµέσως! 
Περάσαµε ένα ολόκληρο απόγευµα κουβεντιάζοντας µε θέα την Ακρόπολη. Τι κουβεντιάζοντας δηλαδή, που ο Μίκης µίλαγε κι εµείς ακούγαµε, αφού συχνά άλλαζε µόνος του θέµατα συζήτησης σαν να έκανε µόνος του τις ερωτή- σεις και δίνοντας στη συνέχεια τις απαντήσεις. 
Επί τρεις ώρες ένιωσα κι εγώ ευλογηµένος... Μιλήσαµε για το χθες και για το σήµερα. Για µουσική και για πολιτική. Για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για γυναίκες και για γάτες. Για την Τρίπολη και τη Μυτιλήνη. Και όταν κάποια στιγµή του είπαµε ότι θα πρέπει να τον αφήσουµε γιατί τον κουράσαµε, µας απάντησε: «Μα καθίστε, βρε παιδιά. Από τώρα θα φύγετε;».

 «Με πίεζαν να αναλάβω την Ε∆Α, προτίµησα τον Σούµπερτ» 
Το µοναδικό ψέµα που νοµίζω ότι µου είπε είναι ότι βάζει την Ακρόπολη πάνω από τη µουσική. Οταν τον ρωτάς για τη µουσική, ανοίγουν διάπλατα τα µάτια του και περιγρά- φοντας το µεγαλείο της, κουνάει τα χέρια του σαν µωρό παιδί. 
«Η µουσική είναι σαν να µοιράζεις εξουσία στην ορχήστρα. Σαν να κάνεις ανασχηµατισµό. Παίρνεις εξουσία από τα βιολιά και τη χαρίζεις στα χάλκινα. Κι εκεί που στέκουν παραπονεµένα τα κρουστά, τους δίνεις πρώτο ρόλο»... Ζει και αναπνέει για την πρεµιέρα της Συµφωνικής Ορχήστρας του Ντίσελντορφ που στις 26 Μαΐου θα ερµηνεύσει την 2η συµφωνία του. «Μακάρι να είµαι καλά να την ακούσω», λέει και κουνάει τα χέρια του σαν να ξαναπιάνει την µπαγκέτα. 
Μία από τις διασηµότερες συµφωνικές του πλανήτη, που συνήθως ερµηνεύει Γερµανούς συνθέτες, θα ερµηνεύσει Μίκη Θεοδωράκη. Και ο Μίκης θέλει να είναι εκεί... 
Κάποια στιγµή κλήθηκε να αποφασίσει αν θα διαλέξει τη µουσική ή την πολιτική. Ως βουλευτής της Ε∆Α, το 1964, ο τότε επικεφαλής της Ιωάννης Πασαλίδης τον πίεζε να αναλάβει παραπάνω καθήκοντα. «Πάνω που το σκεφτόµουν έτυχε να ακούσω µια σονάτα για πιάνο του Σούµπερτ. “Γιάννη, εγώ εκεί ανήκω”, του είπα, και ακολούθησα τον Σούµπερτ», θυµάται.

«Η τελική καταστροφή πλησιάζει γοργά» 
Αν η αγάπη του Μίκη είναι η µουσική, το πάθος του είναι η Ρωµιοσύνη. Τον ρωτώ αν εξακολουθεί να τραγουδά «τη Ρωµιοσύνη µην την κλαις» ή πιστεύει ότι οι ελπίδες εκλεί- πουν... «Η Ρωµιοσύνη είναι µια ιδέα που αγκαλιάζει την ιστορία της ελληνικότητας όπως την διέπλασαν οι Ελληνες µέσα από τους αιώνες. Αν πάρουµε ως βάση την ιστορία του Θουκυδί- δη και ειδικά την περιγραφή του εµφύλιου (Πελοποννησι- ακού) πολέµου µε τις απίστευτες θηριωδίες που έγιναν και από τις δύο πλευρές, θα καταλήξουµε σε ένα συµπέρασµα απογοητευτικό για τη µια πλευρά των Ελλήνων, την αρνητική. 
Οµως υπάρχει και η άλλη, η θετική, µε τα πνευµατικά, επιστηµονικά και καλλιτεχνικά επιτεύγµατα, πολλά από τα οποία δεν έχουν ακόµα ξεπεραστεί, παρότι η ανθρωπότητα από τότε έως σήµερα έχει εξελιχθεί στον βαθµό που όλοι  γνωρίζουµε. 
Εποµένως δεν µε εντυπωσιάζουν αυτές οι δραµατικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοι- νωνία στη σύγχρονη εποχή. Κι αυτό γιατί για µένα η Ρωµιο- σύνη υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, αδιάφορο αν στην επιφάνεια της ζωής µας επικρατούν δυνάµεις που ανήκουν στο χάος. 
Κι αυτό γιατί η αρµονία υπάρχει στα βάθη του λαού µας, έτοιµη να µας λούσει µε το φως της στην κατάλ- ληλη ιστορική στιγµή. Και δεν κατοικεί µόνο στα βάθη του λαού µας, αλλά βρίσκεται και ανάµεσά µας. Φτάνει κανείς να θελήσει να τη δει. ∆ηλαδή να δει όλα τα επιτεύγµατα των σύγχρονων Ελλήνων που µε τη ζωή και το έργο τους έµειναν πιστοί στη Ρωµιοσύνη», απαντά. 
Εχετε πει στο παρελθόν ότι οι Ελληνες δεν είναι ώριµοι και έτοιµοι να δεχθούν τα πάντα. Για κάποια πράγµατα χρειάζονται χρόνο. Κάποτε δεν ήταν έτοιµοι για να υποδεχθούν το «Αξιον εστί». Σήµερα τι δεν είναι έτοιµοι να δεχτούν; Τις συνέπειες της πολιτικής της υποτέλειας από το µνηµόνιο και µετά. Την απόλυτη φτώχεια και την τελική καταστροφή του λαού και της χώρας που πλησιάζει µε γοργά βήµατα. 

Τι σας τροµάζει περισσότερο σήµερα για το µέλλον αυτού του τόπου; 
Είπα κάποτε ότι ο Ελληνας υποχωρεί µπροστά στην πίεση επίθεση ελπίζοντας ότι θα βρεθεί κάποιος τρόπος διαφυγής. Οταν όµως ακουµπήσει η πλάτη του στον τοίχο, τότε γίνεται ήρωας ή ραγιάς. 
Εκείνο λοιπόν που µε στενοχωρεί είναι µήπως µπούµε στο σκοτάδι ενός εθνικού ραγιαδισµού από τον οποίο δεν ξέρω πώς και πότε θα βγούµε στο φως. 
 Αυτό είναι το παράπονό σας; Το παράπονο του Μίκη; Μετά τα τόσα και τόσα φριχτά και απαίσια που µε εξανά- γκασαν να ζήσω, δεν µου άξιζε να δω τον λαό µας σε αυτή την κατάντια. 
Η «τιµωρία» αυτή που υφίσταµαι σήµερα είναι ασήκωτη. 
Μα εσείς έχετε περάσει και χειρότερα. Πείνα, Κατοχή. Νοµίζω ότι έχετε ζήσει και χειρότερα... 
Στην Αθήνα ίσως να έζησαν και χειρότερα. Εγώ έζησα στην επαρχία την Κατοχή και δεν ήταν χειρότερα. ∆εν θυµάµαι να έχω ξαναδεί ανθρώπους να ψάχνουν για τροφή στα σκουπίδια. ∆εν θυµάµαι να έχω ξαναδεί ηλικιωµένους να περιµένουν στην ουρά για να πάρουν ένα λάχανο. Εγώ θυµάµαι τότε που ήµασταν στον ΕΛΑΣ ότι τους πεινασµένους και τους αρρώστους δεν τους αφήναµε έτσι. Τους φροντίζαµε παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες µας...

 «Ακόµη περιµένω τον Λαφαζάνη και τον Κοτζιά» 
Τον ρωτώ αν µετάνιωσε που αναµείχθηκε στην πολιτική. -Εχω ακούσει πολίτες να λένε ότι εθνικά σύµβολα, όπως ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος, δεν θα έπρεπε ποτέ να πολιτευτούν. ∆εν διαφωνούν επειδή αναµειχθήκατε µε την πολιτική, αλλά που µπλέξατε µε τα κόµµατα... Τότε, µε βάση τη λογική αυτή δεν θα έπρεπε να ακολουθήσουµε το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Ε∆Α, αλλά να καθίσουµε στα σπίτια µας. 
Πονηρή άποψη! Γιατί, τι εννοεί στο βάθος; Οτι καλά κάναµε και «αναµειχθήκαµε» τότε, στα χρόνια της φωτιάς, ένα βήµα πριν τον θάνατο, ενώ τώρα, που η πολι- τική έγινε για κάποιους προσοδοφόρο επάγγελµα, πρέπει να αφήσουµε να µας κυβερνούν οι «δόκιµοι» πολιτικοί… Ε όχι, δεν θα τους κάνουµε το χατίρι! 
Θυµάται τη συνάντηση που είχε µε τον Αλέξη Τσίπρα, λίγες µέρες µετά την ορκωµοσία του ως
πρωθυπουργού: «Ηρθα να χαιρετήσω έναν πολεµιστή», του είχε πει τότε ο κ. Τσίπρας. 
Ο Μίκης Θεοδωράκης αποκαλύπτει για πρώτη φορά τον διάλογο που είχαν οι δυο τους όταν έφυγαν οι κάµερες: «Οταν µε επισκέφθηκε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας µε τον Μανώλη Γλέ- ζο και µου πρότεινε να συνεργαστούµε, του είπα τα εξής: “Τα κόµµατα στην Ελλάδα είναι σαν βαγόνια ενός τρένου που κινείται πάνω στις ράγες που έχει τοποθετήσει η ΕΟΚ και το ∆ΝΤ. Εσείς τώρα αγωνίζεστε από τρίτο κόµµα να γίνετε δεύτερο, πρώτο. Αλλά και στη θέση της µηχανής να µπείτε, τι νόηµα θα έχει αν δεν µπορείτε να αλλάξετε τις ράγες; Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο ερώτηµα: Εχετε βρει τρόπο να αλλά- ξετε τις ράγες; Επίσης, αν πάρετε τις εκλογές διακηρύσσοντας, όπως διακηρύσσετε, ότι θα καταργήσετε τα µνηµόνια, το επόµενο δευτερόλεπτο η βρύση των όποιων παροχών από τους δανειστές θα κλείσει. 
Εποµένως από το επόµενο δευτερόλεπτο κιόλας θα πρέπει εσείς να είστε σε θέση να εξασφαλίσετε στον ελληνικό λαό µισθούς, συντάξεις, Υγεία, Παιδεία και γενικά τα πάντα. Αυτό είναι το δεύτερο ερώτηµα: Εχετε βρει τον τρόπο;”. “Γιατί”, κατέληξα, “αν επιδιώκετε να πάρετε την εξουσία χωρίς να έχετε ήδη από πριν βρει τον τρόπο να αλλάξετε τις ράγες και να εξασφαλίσετε µε άλλους τρόπους στον ελληνικό λαό αυτά που χρειάζεται για να ζήσει, αυτό που κάνετε είναι τυχοδιωκτισµός που µόνο αποτέλεσµα θα έχει την καταστροφή της χώρας και τον εξευτελισµό της Ελληνικής Αριστεράς”». 

- Τι άλλον τρόπο είχε να αλλάξει ο Τσίπρας τις ράγες; Του είπα τότε να προχωρήσει στην ΑΟΖ. Είδα τον δι- σταγµό στο βλέµµα του. «∆εν είναι εύκολο αυτό», µου είπε. Του εξήγησα ότι το έκανε η Κύπρος και έθεσε άλλα δεδοµένα στην οικονοµία της. Του ανέλυσα τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να το τολµήσει. Για µένα, προϋπόθεση όλων ήταν πάντα ο ενωµένος λαός. Να κατορθώναµε να συνενώσουµε τον λαό γύρω από ένα πρόγραµµα απεξάρτησης της χώρας από τα νύχια όλων αυτών που µας εξουσιάζουν (ξένων και ντόπιων) από το παρασκήνιο της εθνικής µας ζωής. Ενα πρόγραµµα τόσο τεκµηριωµένο και ρεαλιστικό που θα έκανε τουλάχιστον κατά το 70% τον λαό µας να το ενστερνιστεί και που θα µπορούσε να τον εµπνεύσει, να τον γεµίσει µε αισιοδοξία και θάρρος και να τον κάνει να σταθεί όρθιος, ώστε να το διεκδικήσει και να παλέψει γι’ αυτό. 
Για να γίνει αυτό, όµως θα έπρεπε καταρχήν να προβάλουµε επιχειρήµατα και αποδείξεις µπροστά στα µάτια του λαού και να τον πείσουµε ότι οι πηγές του εθνικού µας πλούτου είναι τόσο µεγάλες ώστε µπορεί όχι µόνο να γίνει αυτάρκης και αυτοδύναµος αλλά και να εξασφαλίσει µια πρωτοφανή ανάπτυξη και άνοδο σε όλους τους κλάδους της εθνικής µας ζωής. 
«Σου στέλνω αύριο εδώ τον Λαφαζάνη και τον Κοτζιά να τους τα πεις», µου είπε... 
- Και ήρθαν; Ακόµη τους περιµένω...

Το ραντεβού στο Σύνταγµα που δεν έγινε «Μονάχα τότε µια κυβέρνηση της Αριστεράς θα µπορούσε να σταθεί στα πόδια της, να αντιµετωπίσει από θέση ισχύος τους δανειστές και να προχωρήσει στη σύναψη κοινοπραξιών µε διεθνείς εταιρείες για την εκµετάλλευση όλων των πηγών πλούτου µε αποτελέσµατα θετικά που θα αυξάνουν από χρόνο σε χρόνο. 
Εχοντας υπ’ όψιν µου αυτό το πρόγραµµα, συµφώνησα µε τον ΣΥΡΙΖΑ να σχηµατίσουµε το Μέτω- πο Ε.ΛΑ.∆.Α. (Ενιαία Λαϊκή ∆ηµοκρατική Αντίσταση) ως πρώτο βήµα για τη δηµιουργία του Παλλαϊκού Μετώπου. Και µαζί µε τον Μανώλη Γλέζο και τον Γιώργο Κασιµάτη   καλέσαµε τον λαό σε συγκέντρωση στο Σύνταγµα, στις 12 Φεβρουαρίου του 2012. Επίσης συµφωνήσαµε ότι µόλις θα φτάναµε στον Αγνωστο Στρατιώτη, θα έβγαινε από τη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας επικεφαλής των βουλευτών του ΣΥΡΙ- ΖΑ που θα ενώνονταν µαζί µας. 
Η ανταπόκριση του λαού ξεπέρασε κάθε όριο. Από το Σύνταγµα ως το Μοναστηράκι και τα Χαυτεία οι Ελληνες έδωσαν το µεγάλο “παρών” για τη δηµιουργία του πρώτου βήµατος του Παλλαϊκού Μετώπου». - 
Και τι απέγινε; Ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη τη στιγµή, που βρέθηκε στο σταυροδρόµι να επιλέξει τον λαό ή την κυβέρνηση, έκανε την επιλογή του. Και προχώρησε προς την κατάκτηση της εξουσίας, έναν στόχο µεγάλο που θα έκρινε το παρόν και το µέλλον του λαού φοβάµαι χωρίς να έχει υπολογίσει σωστά τον συσχετισµό των δυνάµεων. 
Με πολύ µεγάλη θλίψη πιστεύω ότι η σηµερινή κατάντια της χώρας µας επιβεβαιώνει απόλυτα τα όσα είπα στον Αλέξη Τσίπρα εδώ στο σπίτι µου, στη συνάντηση που προανέφερα.

 «Υπάρχουν πολλά κόµµατα, ένα αντέχει: το ΠΑΣΟΚ» 
«∆υστυχώς στην Ελλάδα έχουµε µανία µε την εξουσία», µονολογεί ο Μίκης, ενώ το σκοτάδι αρχίζει να αγκαλιάζει την Ακρόπολη. «Υπερβάλλετε λιγάκι», παρατηρώ. «Καθόλου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής δυο φίλοι µου κι εγώ είχαµε βαλθεί να σκαρφαλώσουµε στην κορυφή του Μαίναλου. Φαίνεται όλη η Πελοπόννησος από κει... Οσο ανεβαίναµε οι δύο, άλλοι τσακώνονταν για το ποιος είναι ο αρχηγός της οµάδας και της αποστολής. 
“Εγώ έχασα αδελφό στην Αλβανία”, έλεγε ο ένας. “Εγώ είµαι γιος συνταγµατάρχη”, έλεγε ο άλλος. Εγώ τι να έλεγα. Οτι είµαι γιος ανωτέρου δηµοσίου υπαλλήλου. 
Παραιτήθηκα από τη διεκδίκηση της αρχηγίας. Θα τσακωνόµασταν άσχηµα αν δεν µας διέκοπταν πυροβολισµοί. Κάποιοι από πιο χαµηλά µας πυροβολούσαν νοµίζοντας ότι είµαστε Γερµανοί... Αυτό συµβαίνει στους Ελληνες. Μόλις µαζευτούν τρεις, αρχίζουν να συζητούν ποιος θα είναι ο αρχηγός». - Το λέτε γιατί υπάρχουν πολλά κόµµατα; Υπάρχουν πολλά κόµµατα, αλλά µόνο ένα αντέχει. Το ΠΑΣΟΚ! - 
Το ΠΑΣΟΚ; (Περίµενα ότι θα µου πει το ΚΚΕ...) Μα το ΠΑΣΟΚ έφτασε να έχει µονοψήφιο ποσοστό και τώρα προσπαθεί να ανακάµψει... Το κόµµα προσπαθεί να ανακάµψει. 
Η νοοτροπία του ΠΑΣΟΚ, όµως, ζει και βασιλεύει. Ζει και βασιλεύει στον ΣΥΡΙΖΑ. Και ο Τσίπρας ΠΑΣΟΚ είναι κατά βάθος... Η ίδια νοοτροπία ζει και βασιλεύει ακόµα και στο ΠΑΣΟΚ. 
Φοβάµαι ότι ζει και βασιλεύει και στη Ν.∆. - Τι; ΠΑΣΟΚ και ο Κυριάκος; Ο kυριάκος είναι τεχνοκράτης, αλλά το κόµµα του είναι ΠΑΣΟΚ. Φοβάµαι ότι θα τα βρει δύσκολα... - Μια και µιλάµε για τον Μητσοτάκη, µετανιώσατε που συµµετείχατε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη; 
Μπήκα για να βοηθήσω σε συγκεκριµένα θέµατα. Για την Τουρκία, για τα Βαλκάνια, για τα εθνικά θέµατα. Στα υπόλοιπα θέµατα δεν συµµετείχα. Θυµάµαι µια φορά τσακώνονταν οι υπουργοί στο Υπουργικό Συµβούλιο. Ο Μητσοτάκης τους άκουγε χωρίς να µιλάει. Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης φώναζε...Εγώ πήρα ένα χαρτί, σχεδίασα ένα πεντάγραµµο και άρχισα να γράφω µουσική. Κάποια στιγµή ένιωσα ότι δεν τους άκουγα. Και αισθάνθηκα, επίσης, σαν εγώ να ψηλώνω κι εκείνοι να κονταίνουν... 

 «Αντί για το Κολούµπια διάλεξα την ΕΠΟΝ»  
«Αν ήσαστε σήµερα 18 χρονών, θα φεύγατε από την Ελλάδα;» τον ρωτάω και µου απαντά αυστηρά και σχεδόν θυµωµένα: «Οχι, για κανέναν λόγο. Πρέπει να δίνουµε τον αγώνα µας στον τόπο µας. Καταλαβαίνω τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν οι νέοι. Αλλά εκεί υπήρξαν και χειρότερα. Εδωσα εξετάσεις για να µπω στη Νοµική το 1941 ή το 1942. Τρία χρόνια αργότερα, ένας καθηγητής που µε είχε συµπαθήσει µου πρόσφερε µια πλήρη υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήµιο Κολούµπια.
 Ηξερα ότι αν έφευγα, δεν θα επέστρεφα. Την ίδια εποχή η ΕΠΟΝ µε είχε χρίσει διαφωτιστή για 70.000 Επονίτες. Επρεπε να διαλέξω. Και διάλεξα την Αθήνα της φτώχειας και του Εµφυλίου και τους Επονίτες.

 Για να ζήσω δούλευα ως γραµµατέας στην Ενωση Καπνοβιοµηχά- νων. Καθαρόγραφα τα πρακτικά των συ- νεδριάσεων και πήγαινα να τα υπογράψουν ο Καρέλιας, ο Παπαστράτος, ο Κεράνης και ο Ματσάγγος. Οι νέοι πρέπει να το παλεύουν και να µην απογοητεύονται. Πιο πολύ χαίροµαι, δε, τα Ελληνόπουλα που φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό και παρότι θα µπορούσαν να ζήσουν έξω, επιστρέφουν στο τόπο τους.
Θυµάµαι ένα απόγευµα πριν από πολλά χρόνια, καθόµουν εδώ κι έγραφα µουσική. Μου λένε λοιπόν “σας ζητά ένας νεαρός φοιτητής που σπούδαζε στο Λονδίνο. Επέστρεψε και θέλει να σας γνωρίσει”. Τους λέω, “δεν έχω χρόνο, ούτε διάθεση για συναντήσεις. Πείτε του να έρθει άλλη µέρα”». - Και τον διώξατε... ∆εν έφευγε. Ηταν πολύ επίµονος. Τι να κάνω, αναγκάστηκα να τον δεχθώ. «Ηρθα µόλις από το Λονδίνο και ήθελα να σας γνωρίσω,κύριε Θεοδωράκη. Πιστεύω ότι πρέπει να αναµειχθείτε πιο ενεργά στην πολιτική διότι µε τη δική σας προσωπικότητα µπορείτε να πετύχετε πολλά», µου είπε. - Σας είπε το όνοµά του; Ναι, µου είπε «λέγοµαι Γιάννης Αλαφούζος»!

Ο γάτος του Σιάµ 
Την ώρα που ο Μίκης άρχισε να µιλά για την πολιτική και τους πολιτικούς, ένας άσπρος εντυπωσιακός γάτος έκανε την εµφάνισή του στη βεράντα και άρχισε να γρατζουνάει το τζάµι για να µπει στο σαλόνι. Ενας πανέµορφος γάτος Σιάµ, από αυτούς που σε κοιτάνε και κάτι σε πιάνει... 
«Εφερες µαζί σου και τον γάτο των Ιµαλαΐων;» µε ρωτάει. «Μα δεν είναι δικός σας;» απορώ έχοντας ενηµερωθεί ότι ο οικοδεσπότης έχει αδυναµία στους σκύλους και τις γάτες. «∆εν είναι δικός µου. ∆εν ξέρω από πού ήρθε», απαντά µε απορία και ο Μίκης. 
Ο γάτος, όµως, είναι σίγουρα σπιτίσιος. Είναι πεντακάθαρος και επιβλητικός, µε γαλάζια µάτια και κοντό τρίχωµα. 
Καµία σχέση µε τους κεραµιδόγατους που κυκλοφορούν στις παρυφές του «∆ιόνυσου». Και επιµένει να µπει στο σαλόνι, σαν να µας λέει «Από δω δεν ακούω καλά»... Μισή ώρα αργότερα λύνεται το µυστήριο: ένας ευγενικός κύριος χτυπά την πόρτα, ζητά συγγνώµη και µας ενηµερώνει ότι θέλει να πάρει τον γάτο του που αρνείται να επιστρέψει στο διπλανό σπίτι. 
Τον λένε Μόµπι. «Περίεργο όνοµα», παρατηρεί ο Μίκης. «Συγγνώµη, το λέτε εσείς που σας έβγαλαν Μίκη το 1925;». «Α, το Μίκης µου το κόλλησε ο θείος µου µόλις γύρισε από την Αίγυπτο. Εβρισκε το Μιχάλης πολύ µπανάλ για την εποχή! Και Μίκη, Μίκη, µου έµεινε. Μόνο όταν µετακοµί- σαµε στην Κεφαλονιά οι ντόπιοι µε φωνάζανε “Μικιό”. Είπα κι εγώ καλύτερα Μίκης παρά Μικιός».

«Ο Θεόφιλος µου ζητούσε το κατρουλιό µου για να φτιάχνει τα χρώµατα» 
Καθώς νύχτωνε, η κουβέντα αντί να ατονεί ζωήρευε... Εγώ φοβόµουν ότι κάνω κατάχρηση της φιλοξενίας σε έναν ηλικιωµένο που θα ήθελε να ξεκουραστεί. Ο Μίκης πάλι είχε όρεξη για πλάκα και για κουβέντα... «Λέγεσαι Χιώτης, είσαι και από τη Χίο;» µε ρωτάει. «Οχι. Λέγοµαι Χιώτης αλλά είµαι από τη Μυτιλήνη», του απαντώ. «Α, περίφηµα. Γιατί κι εγώ είµαι Χιώτης από τη Μυτιλήνη Ενθουσιάστηκα γιατί δεν το γνώριζα. Ακολούθησε µια αφήγηση που µ’ άφησε άναυδο και η οποία τεκµηριώνει ότι ο Μίκης έχει ζήσει 20 ζωές σε µία: «Γεννήθηκα στη Χίο, αλλά όταν ήµουν 40 ηµερών ο πατέρας µου µετατέθηκε στη Μυτιλήνη. Πιάσαµε ένα σπιτάκι στην πόλη, αλλά τα καλοκαίρια τα περνούσαµε στη Βαρειά (ένα προάστιο της Μυτιλήνης, τρία χιλιόµετρα νοτιότερα, γεµάτο πεύκα, λιόδεντρα, καρυδιές δίπλα στο κύµα)». 

- Στη Βαρειά ζούσε και ο Θεόφιλος... Το ξέρω. Τριγύρναγε µε τη φουστανέλα και συχνά ερχόταν σπίτι µας να φάει... Τον τάιζε η µάνα µου. Κι εκείνος όλο γύρω από το σπίτι έφερνε. Τα µεσηµέρια που όλα ησύχαζαν τριγύρναγε στους δρόµους σαν χαµένος. Ερχόταν στην αυλή και µου έλε- γε: «Μικρέ δώσ’ µου το κατρουλιό σου!». Πρέπει να ήµουν 3-4 χρονών. Κατουρού- σαµε σε ένα κιούπι. Κι εκείνος έβαζε µέσα λουλούδια και βότανα και έφτιαχνε τις µπογιές του για να ζωγραφίζει... Ετσι έφτιαχνε τις µπογιές του ο Θεόφιλος... Το 1930 ο Γιώργης Θεοδωράκης ξαναπήρε µετάθεση και οι δρόµοι τους χώρισαν. Σαν σήµερα, ανήµερα του Ευαγγελισµού το 1934, ο Θεόφιλος βρέθηκε από τους γείτο- νες νεκρός. Από δηλητηρίαση πήγε, είπαν...

«Ηθελα να πετάω ή να µένω κάτω από το νερό...» 
Τα καλοκαίρια που ο µικρός Μίκης παρα- θέριζε στη Βαρειά της Μυτιλήνης είχε δύο στόχους. Ή να πετάξει ή να µείνει κάτω από το νερό. Στον επίλογο του βιβλίου του µιλά για τη γαλήνη της θάλασσας ακόµη και όταν η επιφάνειά της είναι αφρισµένη: «Πήγαινα στη θάλασσα και χάζευα τα καβούρια. 
Αναρωτιόµουν γιατί αυτά µπορούσαν να µείνουν κάτω από το νερό κι εγώ δεν µπορώ. ∆έκα φορές πήγα να πνιγώ επειδή ήθελα να µείνω κάτω από το νερό, αλλά µε άρπαζε ο παππούς µου. 
Κι όταν δεν ήθελα να µείνω κάτω από το νερό, ήθελα να πετάξω. Μια φορά ανέβηκα σε έναν ψηλό φράχτη και πήδηξα στο κενό. Ολοι στην οικογένεια τα έβαλαν µε τον παππού µου. Τον κατηγόρησαν ότι δεν µε πρόσεχε αρκετά. Εκείνος από τη στεναχώρια του σταµάτησε να τρώει. Μετά από λίγο πέθανε. Το πρώτο θύµα µου ήταν ο παππούς µου».

 «Θα σε κυνηγάει ο Ζορµπάς» 
Ο Μίκης δεν φοβάται να µιλήσει και για τον θάνατο. Το κάνει και στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο αποκαλεί «αποχαιρετισµό». 
«Μια φορά φοβήθηκα ότι θα πεθάνω. Οταν µε οδήγησαν στην Μπουµπουλίνας. Αντί να κάνουν τα βασανιστήρια στο υπόγειο, τα έκαναν στην ταράτσα για να τροµοκρατούν τους γείτονες που άκουγαν τα ουρλιαχτά. Οδηγήθηκα µπροστά στον βασανιστή Λάµπρου. 
Με κοιτάζει µε παγωµένο βλέµµα και µου λέει: “Το ξέρεις ότι η ζωή σου δεν κοστίζει τίποτα;”. Φοβήθηκα πολύ, αλλά άρχισα να του τραγουδάω νότες. Παράµ, παράµ, παράµ... “Τι είναι αυτό ρε;”, µε ρωτά ο Λάµπρου. “Ο Ζορµπάς”, του απαντώ. “Η µουσική του “Ζορµπά’” Αν πεθάνω, κάθε φορά που θα ακούγεται θα σε κυνηγάει ο “Ζορµπάς”. Κι εσένα και τα αφεντικά σου. Ετσι νοµίζω τη γλίτωσα. Πρέπει να µε γλίτωσε ο “Ζορµπάς”. Αλλιώς ήµουν ξεγραµµένος», καταλήγει.


ΠΗΓΗ:http://www.protothema.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: